- καταστήσαντα
- καθίστημιset downaor part act neut nom/voc/acc plκαθίστημιset downaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταστήσανθ' — καταστήσαντα , καθίστημι set down aor part act neut nom/voc/acc pl καταστήσαντα , καθίστημι set down aor part act masc acc sg καταστήσαντι , καθίστημι set down aor part act masc/neut dat sg καταστήσαντε , καθίστημι set down aor part act masc/neut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστήσαντ' — καταστήσαντα , καθίστημι set down aor part act neut nom/voc/acc pl καταστήσαντα , καθίστημι set down aor part act masc acc sg καταστήσαντι , καθίστημι set down aor part act masc/neut dat sg καταστήσαντε , καθίστημι set down aor part act masc/neut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθοφορία — μισθοφορία, ἡ (Α) [μισθοφόρος] 1. (ιδίως για στρατιώτες) έμμισθη στρατιωτική υπηρεσία 2. μισθοφορά* («ἀκούω Περικλέα πεποιηκέναι Ἀθηναίους ἀργούς... εἰς μισθοφορίαν καταστήσαντα», Πλάτ.) … Dictionary of Greek